Pojdi na vsebino

θάλασσα

Iz Wikislovarja, prostega slovarja

Grščina

[uredi]

θάλασσα, samostalnik ženskega spola

Transkripcija:

  • thálassa

Pomeni:

  1. morje

Izgovorjava:

  • IPA: [ˈθalasa]

Besedne zveze:

θαλασσινός, θαλάσσιος, θαλασσής, θαλασσαετός, θαλασσογραφία, θαλασσοθεραπεία, θαλασσόλυκος, θαλασσόνερο, θαλασσοταραχή

Zunanje povezave:

  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „θάλασσα